- αμύριστος
- -η, -ο1. αυτός που δε μυρίζει ευχάριστα ή δυσάρεστα: Το νερό ήταν πια αμύριστο.2. αυτός τον οποίο δεν έχει μυριστεί κανείς (κυριολ. και μτφ.): Ήταν κορίτσι όμορφο, λουλούδι αμύριστο ακόμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.